αδενοπάθεια

From LSJ

Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan

Menander, Monostichoi, 415

Greek Monolingual

η Ιατρ.
κοινή ονομασία της τραχειοβρογχικής αδενίτιδας (διόγκωση των λεμφαδένων γύρω από την τραχεία και στις πύλες των πνευμόνων), συνήθως φυματιώδους προελεύσεως.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < ἀδ-ήν, -ένος + -πάθεια, πρβλ. αγγλ. adenopathy].