αδιάζευκτος

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδιάζευκτος, -ον) διαζευγνύω
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει διαζευχθεί, δεν έχει πάρει διαζύγιο
αρχ.
αδιαχώριστος, αχώριστος, αδιάσπαστος.