αδύναμος

From LSJ

ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη → Tell me, Muse, about the man of many turns, who many ways wandered (Cook translation of Odyssey 1.1)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδύναμος, -ον)
αυτός που δεν έχει σωματική και ψυχική αντοχή, ο αδύνατος
νεοελλ.
ισχνός, άπαχος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + δύναμις.
ΠΑΡ. ἀδυναμία
αρχ.
ἀδυναμῶ
νεοελλ.
aδvναμιάζω, αδυναμίζω, αδυναμώνω].