αεραντλία

From LSJ

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503

Greek Monolingual

η
η αντλία που χρησιμεύει για τη μεταφορά αερίων ή αέρα από έναν χώρο σε άλλο ή και για να προσδώσει σε αυτά την επιθυμητή ροή (βλ. αντλία).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + αντλία
απόδοση στα ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. air pump].