αεροβατικός

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀεροβατικός, -ή, -όν) ἀεροβάτης
(νεολλ.)
1. αυτός που αναφέρεται στον αεροβάτη
2. (για πρόσωπα) αυτός που συνηθίζει να αεροβατεί, ονειροπόλος, φαντασιοκόπος
αρχ.
(για πτηνά) που διασχίζει τον αέρα.