τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice
(I)λέγω «λόγια του αέρα», φλυαρώ.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αερολόγος.ΠΑΡ. αερολόγημα].(II)(-έω)Ι. ενεργ. εκθέτω κάτι στον αέρα, αερίζω