αεροπλοΐα

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source

Greek Monolingual

η (Αερον.)
κλάδος της αεροναυτικής που αναφέρεται στη μελέτη, κατασκευή και κυρίως στον χειρισμό αεροπλοίων, δηλαδή αεροσκαφών ελαφρότερων από τον αέρα που έχουν κινητήρα.