αιγιαλός

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source

Greek Monolingual

ο (Α αἰγιαλός)
γιαλός, παραλία, ακροθαλασσιά
μσν.
θάλασσα
αρχ.
1. αμμουδερή παραλία
2. οι ψήφοι, ως λογοπαίγνιο με τη διττή σημασία τών χαλικιών και τών ψήφων ψηφοφορίας
3. στη Μυκηναϊκή η λ. με τη σημ. «παραλία, γιαλός», μαρτυρείται έμμεσα με τα παράγωγα Aἰγιαλία, Αἰγιάλιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Συνθετη λ. με α' συνθ. τη λ. αἶγες «κύματα» — β' συνθ. είναι η γεν. ἁλὸς του ἅλς, ήτοι αἰγιαλὸς < αἶγες ἁλός, πιθ. με τη μεσολάβηση της φράσεως ἐν αἰγὶ ἁλὸς «στην ακροθαλασσιά». Κατ' άλλους το β' συνθ. ανάγεται στο ρ. ἅλλομαι «πηδώ» (πρβλ. ὡκύ -αλος). Το νεοελλ. γιαλός προήλθε από το αἰγιαλὸς με σίγηση του αρκτικού άτονου aἰ- (/e/)
πρβλ. επάνω > πάνω, ελεύθερος > λεύτερος κ.λπ.
ΠΑΡ. αιγιαλίτης
αρχ.
αἰγιάλειος, αἰγιαλεύς, αἰγιαλώδης.
ΣΥΝΘ. αρχ. αἰγιαλοφύλαξ].