αιδοίο
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
Greek Monolingual
το (Α αἰδοῖον)
νεοελλ.
το σύνολο τών εξωτερικών γεννητικών οργάνων της γυναίκας
αρχ.
1. συν. στον πληθ. τὰ αἰδοῖα
τα γεννητικά όργανα του άνδρα ή της γυναίκας
2. αἰδοῖον θαλάσσιον
είδος θαλάσσιου ζώου, πιθ. το λατ. pennatula.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ουδ. του επιθ. αἰδοῖος που χρησιμοποιήθηκε ως ουσ.
ΠΑΡ. αιδοιικός, αρχ. αἰδοιώδης, νεοελλ. αιδοιίτιδα.
ΣΥΝΘ. αρχ. αἰδοιολείκτης
νεοελλ.
αιδοιογραφία, αιδοιοδυνία, αιδοιοκολπικός, αιδοιολογία].