αιθερομανής
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
-ές
αυτός που έχει το πάθος της αιθερομανίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰθήρ, -έρος + -μανής < μαίνομαι.