αιμόρρυτος

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385

Greek Monolingual

αἱμόρρυτος, -ον (Α)
αυτός από τον οποίο ρέει, στάζει αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα + ῥυτὸς < ῥέω].