Γηράσκω δ᾽ αἰεὶ πολλὰ διδασκόμενος → I grow old always learning many things
ἀκανθοφάγος, -ον (Α)(ζώο) που τρώει αγκάθια.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκανθα + -φάγος < ἔφαγον, ἐσθίω.ΠΑΡ. μσν. ἀκανθοφαγῶ].