ακροβατισμός

From LSJ

ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king

Source

Greek Monolingual

ο
1. επίδειξη ακροβατικών ασκήσεων, ακροβασία
2. παρακινδυνευμένη ή και πονηρή, έντεχνη ενέργεια
3. σοφιστικό επιχείρημα, σοφιστεία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακροβάτης ή ακροβατώ + κατάλ. -ισμός].