Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
ἀκρόπηλος, -ον (Α)αυτός του οποίου η επιφάνεια είναι γεμάτη πηλό, λάσπη·[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + πηλός].