ακρότητα
From LSJ
Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn
Greek Monolingual
η (Α ἀκρότης) ἄκρος
έλλειψη μέτρου, υπερβολή, κατάχρηση
αρχ.
1. η μεγαλύτερη ένταση, ο ψηλότερος βαθμός, δυναμικότητα
2. έσχατο σημείο, άκρο
3. τελειότητα, κορυφή, αποκορύφωμα.