ακόνιστος
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει ακονιστεί, ο ατρόχιστος
2. εκείνος που δεν μπορεί να ακονιστεί
3. μτφ. αυτός που δεν έχει ασκηθεί, ο απαίδευτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακονιστός < ακονίζω
το αρκτικό α- πήρε στερητική σημασία από τον αναβιβασμό του τόνου].