αλίρροθος

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source

Greek Monolingual

ἁλίρροθος, -ον (AM)
1. αυτός που χτυπιέται από βουερά κύματα, που βρίσκεται μέσα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα
2. (για τη θάλασσα) αυτός που κάνει θόρυβο, που βουίζει.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (< ἅλς) + -ροθος < ῥόθος «θόρυβος»].