αλαζονικός
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀλαζονικός, -ή, -όν) ἀλαζών
αυτός που ρέπει στην αλαζονεία, φαντασμένος, καυχησιάρης
νεοελλ.
(για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που ταιριάζει σε αλαζόνα, ο υπεροπτικός
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλαζονικόν
η αλαζονεία.