αλεξίπτωτο

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source

Greek Monolingual

το (Αερον.)
ομπρελοειδής διάταξη η οποία προορίζεται να επιβραδύνει την πτώση ενός σώματος μέσα στην ατμόσφαιρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεξι- + πτώση. Απόδοση στα Ελληνικά του γαλλ. parachute < para-(στοιχείο που εκφράζει την έννοια της προφυλάξεως) < ρ. parer «εμποδίζω, προφυλάσσω από» + chute «πτώση»].