αλεξιθόρυβος

From LSJ

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που προφυλάσσει από τον θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεξι- (< ἀλέξω) + θόρυβος.