αλιτενής

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source

Greek Monolingual

ἁλιτενής, -ές (Α)
1. αυτός που εκτείνεται στη θάλασσα ή κοντά στη θάλασσα
2. (για χώρες ή εδάφη) επίπεδος, πεδινός
3. (για πλοία) αυτός που δεν έχει τρόπιδα (καρένα)
4. (για τη θάλασσα) ανάβαθος, ρηχός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (< ἅλς) + -τενής < τένος (< τείνω)].