αλληώρας

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264

Greek Monolingual

επίρρ.
οψέ, αργά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλλη + ώρα.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλληωρίζω].