αλλούθε

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source

Greek Monolingual

επίρρ.
1. (κίνηση από τόπο) από αλλού, από άλλο τόπο
2. (σπανιότερα κίνηση προς τόπο) σε άλλο τόπο, σε άλλο μέρος
3. από άλλο πρόσωπο, άλλη πηγή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλλού + επιρρ. κατάλ. -θε (< αρχ. -θεν)].