Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αλφάδι

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

το (Μ ἀλφάδιον)
γενική ονομασία οργάνων με τα οποία ελέγχουμε την οριζοντιότητα μιας επίπεδης επιφάνειας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄλφα + υποκορ. κατάλ. -άδι
η ονομασία του οργάνου οφείλεται στο σχήμα του.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλφαδάκι, αλφαδιά, αλφαδιάζω].

Translations

spirit level

af: waterpas; ar: ميزان ماء; be: грунтвага; bg: либела; ca: nivell; cs: vodováha; cv: шай; da: vaterpas; de: Wasserwaage; el: αλφάδι, αεροστάθμη; en: spirit level, bubble level, level; eo: nivelilo; es: nivel; et: vesilood; fa: تراز; fi: vesivaaka; fo: vaturpass; frr: weeterpas; fr: niveau à bulle; ga: leachtleibhéal; he: פלס בנאים; hi: स्पिरिट लेविल; hr: libela; hu: vízmérték; id: waterpass tukang; io: libelo; it: livella; ja: 水準器; ko: 수준기; mk: либела; nl: waterpas; nn: vater; no: vaterpass; pam: nibel; pl: poziomica; pt: nível; ro: nivelă cu bulă de aer; ru: уровень; scn: livedda; sd: ليول(اوزار); sh: libela; sk: vodováha; sr: либела; sv: vattenpass; szl: waserwoga; ta: ரச மட்டம்; tg: обтарозу; tr: su terazisi; tyv: ватерпас; uk: рівень; uz: vaterpas; vi: ống bọt nước; zh_yue: 平水尺; zh: 水準管