αλωνοφύλακας

From LSJ

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἁλωνοφύλαξ)
ο φύλακας του αλωνιού και τών καρπών που βρίσκονται μέσα σ’ αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅλων + φύλαξ.