αμάζωτος

From LSJ

παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτοspare me this | let this cup pass from me

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
βλ, αμάζευτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + μαζωτός < μαζώνω].