αμάζωτος

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
βλ, αμάζευτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + μαζωτός < μαζώνω].