αμάρτημα

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source

Greek Monolingual

το (Α ἁμάρτημα) ἁμαρτάνω
παράβαση του θείου νόμου, τών εντολών της θρησκείας και τών διατάξεων της Εκκλησίας
μσν.
1. παρανομία, αδίκημα
2. φρ. «εἶναι ἔργον τῶν ἐμῶν ἁμαρτημάτων να...», είναι άδικο, είναι κρίμα να...
αρχ.
1. σφάλμα, αποτυχία
2. φταίξιμο, πλάνη, παράπτωμα
3. φρ. «ἁμάρτημα περὶ τὸ σῶμα», σωματικό ελάττωμα.