αμάχι

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320

Greek Monolingual

το (Μ ἀμάχι)
το ενέχυρο, η υποθήκη, η αμάχη, κυρίως στη φράση «βάζω αμάχη ή αμάχι» ενεχυριάζω, υποθηκεύω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + μάχη κατά το σχήμα ἀλλαγή-ἀλλάγιον > ἀλλάγι].