αμανάτι

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320

Greek Monolingual

και αμανέτι, το
1. ενέχυρο, υποθήκη, παρακαταθήκη
2. πρόσωπο που εμπιστεύεται κανείς στη φροντίδα και επιμέλεια άλλου
3. (και μτφ. στη φράση) «έμεινα αμανάτι».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τουρκ. emanet «κατάθεση, παρακαταθήκη».
ΠΑΡ. νεοελλ. αμανατιτζής].