αμαξοφόρτωμα

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source

Greek Monolingual

το
1. φορτίο άμαξας, αμαξιά
2. η φόρτωση, το φόρτωμα άμαξας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅμαξα + φόρτωμα].