αμμοδίαιτος

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
(για ψάρια) αυτός που ζει στην άμμο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμμος + δίαιτα «ζωή, τρόπος ζωής, διαμονή, κατοικία»].