αμμοδίαιτος

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354

Greek Monolingual

-η, -ο
(για ψάρια) αυτός που ζει στην άμμο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμμος + δίαιτα «ζωή, τρόπος ζωής, διαμονή, κατοικία»].