αμμουδιά

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320

Greek Monolingual

η αμμούδα
1. αμμώδης παραλία, γιαλός (σε αντίθεση προς το άμμουδα)
2. έκταση γης εξ ολοκλήρου ή πολύ αμμώδης και επομένως άγονη.