αμπελόφυλλο
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
Greek Monolingual
το (Α ἀμπελόφυλλον)
το φύλλο της αμπέλου, κληματόφυλλο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄμπελος + φύλλον.