αμυλάλευρο

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source

Greek Monolingual

το
αλευροποιημένο άμυλο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμυλο(ν) + άλευρο(ν), πρβλ. γαλλ. fecule].