αμφήριστος
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
Greek Monolingual
ἀμφήριστος, -ον (Α)
(για πόλεις, νίκες κ.λπ.) αυτός που διεκδικείται και από τις δύο πλευρές, αμφισβητούμενος, αμφίβολος, αβέβαιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφ(ι)- + -ήριστος < ἐρίζω.