αμφίεργος

From LSJ

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source

Greek Monolingual

ἀμφίεργος, -ον (Α)
λέγεται για τη γη που κατά την εποχή της σποράς δεν είναι καλά ποτισμένη και δεν τή βλέπει καλά ο ήλιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -εργος < ἔργον.