αμφίμακρος

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145

Greek Monolingual

-η -ο (Α ἀμφίμακρος, -ον)
1. ο μακρός και από τις δύο πλευρές
2. (στη Μετρική) «ποὺς» μακρός στην πρώτη και τρίτη συλλαβή [π. χ. Οιδίπους (-υ-)], που έχει την ιδιαίτερη ονομασία Κρητικός (αντίθ. αμφίβραχυς)].
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + μακρός.

Translations

amphimacer

Finnish: amfimaker, kretikos; German: Amphimacer; Greek: αμφίμακρος; Ancient Greek: ἀμφίμακρος; English: amphimacer, Cretic, cretic; Latin: amphimacrus, creticus; Polish: amfimakr, amfimacer; Romanian: amfimacru