αμφίρροπος
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμφίρροπος, -ον)
1. αυτός που κλίνει και προς τα δύο μέρη
2. αμφίβολος, αβέβαιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -ροπος < ροπὴ < ρέπω
πρβλ. και αμφιρρεπής].