αμφιρρεπής
From LSJ
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
Greek Monolingual
-ές (Μ ἀμφιρρεπής)
1. αυτός που ρέπει, που κλίνει και προς τα δύο μέρη, ο αμφίρροπος
2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀμφιρρεπές
αμφίβολο, διφορούμενο
3. (το επίρρημα στη φράση) «ἀμφιρρεπῶς ἔχω» — είμαι αμφίρροπος, αμφίβολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -ρεπὴς < ρέπω (πρβλ. αρχ. ἀρρεπής, χαμαιρρεπής, ἑτερορρεπής κ.ά.)].