αμφιτειχής
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
Greek Monolingual
ἀμφιτειχής, -ές (Α)
αυτός που περιβάλλει, περικυκλώνει τα τείχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -τειχὴς < τεῖχος.