αμόλημα

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source

Greek Monolingual

το αμολάω
1. απαλλαγή κάποιου από τα δεσμά ή τον περιορισμό του, απόλυση, λύσιμο
2. χαλάρωση
3. απελευθέρωση.