πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
η (Α ἀνάπαλσις) ἀναπάλλωεκσφενδόνιση, εκτίναξη, αναπήδησηνεοελλ.(για θάλασσες, ποταμούς κ.λπ.) ανακύμανση, τρικυμία.