ανάρρηση

From LSJ

εὐάγωγόν ἐστι πᾶς ἀνὴρ ἐρῶνevery man in love is compliant

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀνάρρησις)
νεοελλ.
η αναγόρευση, η ανακήρυξη, η άνοδος κάποιου σε αξίωμα
αρχ.
η δημόσια απονομή επάθλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (απρμφ. αορ.) αναρρηθήναι του αναγορεύω].