εὐάγωγόν ἐστι πᾶς ἀνὴρ ἐρῶν → every man in love is compliant
η (Α ἀνάρρησις)νεοελλ.η αναγόρευση, η ανακήρυξη, η άνοδος κάποιου σε αξίωμααρχ.η δημόσια απονομή επάθλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < (απρμφ. αορ.) αναρρηθήναι του αναγορεύω].