ανάρτηση

From LSJ

Greek Monolingual

η (Α ἀνάρτησις) αναρτώ
το να αναρτήσει, να στερεώσει ή να κρεμάσει κάποιος ψηλά κάτι
αρχ.
1. το κρέμασμα ως μέθοδος βασανισμού
2. η σταύρωση.