διαπασῶν, διατεσσάρων, διαπέντε → through all, through four, through five (Pythagorean musical terms)
η (Α ἀνάρτησις) αναρτώτο να αναρτήσει, να στερεώσει ή να κρεμάσει κάποιος ψηλά κάτιαρχ.1. το κρέμασμα ως μέθοδος βασανισμού2. η σταύρωση.