Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
-η, -ο γνωρίζω1. αγνώριστος, άγνωστος2. αχάριστος, αγνώμων.