Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
η
έλλειψη, στέρηση των αναγκαίων προς το ζην, οικονομική δυσχέρεια, φτώχεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. αν- στερ. + έχω, κατά το φτώχεια. Η λ. μαρτυρείται από το 1824 στον πολιτικό Αλ. Μαυροκορδάτο].