αναδημιουργία

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

η
1. η εκ νέου δημιουργία
2. αναγέννηση
3. ανασχηματισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτ. λόγ. σύνθετο < αναδημιουργώ.
ΠΑΡ. αναδημιουργικός].