ανακήρυξη
From LSJ
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἀνακήρυξις) ἀνακηρύσσω
1. επίσημη απονομή τίτλου, αναγόρευση
2. δημόσια γνωστοποίηση, ανακοίνωση, δημοσίευση.
η (ΑΜ ἀνακήρυξις) ἀνακηρύσσω
1. επίσημη απονομή τίτλου, αναγόρευση
2. δημόσια γνωστοποίηση, ανακοίνωση, δημοσίευση.