ανακήρυξη
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἀνακήρυξις) ἀνακηρύσσω
1. επίσημη απονομή τίτλου, αναγόρευση
2. δημόσια γνωστοποίηση, ανακοίνωση, δημοσίευση.